Εύοσμο

Εύοσμο
Πόλη (υψόμ. 35 μ., 52.624 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, τηςοποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εύοσμο — Sp Èvozmas Ap Εύοσμο/Evosmo L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …   Dictionary of Greek

  • ιωνιά — ἰωνιά, ἡ (Α) 1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος 2. είδος φυτού 3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» ίο το εύοσμο, ο μενεξές 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν ἐς κοπρῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. τού τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. ιά (πρβλ. ροδων ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ζαμπέτι — το (Μ ζαπέτι και ζαπέτιον) νεοελλ. 1. κοινή ονομασία τού ζώου μοσχογαλή 2. ρητινώδες εύοσμο υγρό που παράγεται από αυτό το ζώο μσν. είδος αρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabad] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • κορδία — (Cordia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών, τα οποία φύονται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της υδρογείου. Περιλαμβάνει δέντρα και θάμνους, με αειθαλή και ενίοτε οδοντωτά φύλλα. Ο καρπός τους είναι κόκκινη δρύπη… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπέπονο — το ο καρπός τής μοσχοπεπονιάς, εύοσμο πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. musk melon < αγγλ. musk (< μσν. αγγλ. muske < μσν. γαλλ. musc < υστερολατ. muscus < μόσχος[ΙΙ]) + melon: «πεπόνι»] …   Dictionary of Greek

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”